WELCOME

Καλωσορίσατε σε αυτό εδώ τον ιστότοπο “Book blog info” Ο χώρος αυτός δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό εργαλείο προβολής των προϊόντων του εκδοτικού οίκου ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ κάποτε. Καθ' οδόν προστέθηκαν και μερικά λουλουδάκια για διακόσμηση - τα οποία ήρθαν και με βρήκαν - στην κάθετη στήλη. Διάφορα ποιηματάκια ξεπήδησαν από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου και προέκυψε έτσι το «1 ΠΟίΗΜΑ 1 ΛΟΥΛΟύΔΙ» Από το 2011 και μετά το blog αυτό θα ταξιδεύει σε νέους βιβλιότοπους και σας καλεί να τον παρακολουθείτε πού και πού... Χρήστος Ρουμελιώτης. e-mail : novus.sales@gmail.com

Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας. Καλά κοιταγματάκια…

Σωτήρης Π. Βαρνάβας, νέα ποιήματα, η θημωνιά, ο χάρτης της πατρίδας μου, του αλόγου τα μάτια, πλάστιγκα, το μελανοδοχείο, Μίλτος Σαχτούρης, η ραπτομηχανή, οι διάλογοι με τον Χρόνη Μπότσογλου, ξεχασμένες εικόνες, Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, η τέχνη των τεχνών

ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΒΑΡΝΑΒΑΣ

Ο Σωτήρης Π. Βαρνάβας γεννήθηκε στη Μηλιά Αμμοχώστου και φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας. Σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φυσιογνωστικές Επιστήμες και Γεωλογία. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Imperial College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και υπηρέτησε ως καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Συμποσίου Ποίησης που πραγματοποιείται στο Πανεπιστήμιο Πατρών και μέλος της οργανωτικής επιτροπής Σεμιναρίων Ποίησης του Πανεπιστημίου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Ψήγματα Απείρου (2006), Ηχογράμματα (2008), Χρεόγραφο (2013) και Γράμματα Εμπράγματα (2015) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Είναι συνεπιμελητής της Ανθολογίας Κυπρίων Ποιητών (2008), εκδόσεις Ταξιδευτής.

Η ΘΗΜΩΝΙΑ


Στοίβαζε η μάνα μ’ ένα διχάλι τα δεμάτια
κι εγώ μες στην καρδιά μου τις ματιές της
σαν μου ’γνεφε να της τα δίνω
κι άλλο βλέμμα
κι άλλο δεμάτι
κι όλο δουλεύαμε
κι όλο αισθήσεις κινούσανε το κάρο
κανένα κενό δε χώριζε τα δώδεκά μου χρόνια
απ’ τα δικά της.
Κι ήταν η θημωνιά μας τελειωμένη
αλώβητα να μείνουνε τα στάχυα
φυλάγανε το ένα τ’ άλλο με το στήθος.
Μα ένα φίδι ξαφνικά
έφερε τα πάνω κάτω
γυρίζανε στον αέρα οι τροχοί
Ανάποδα το διχάλι τα δεμάτια κι οι ματιές της
το καλοκαίρι εκείνο.
Ένα απέραντο κενό.
Ψηλαφητά ψάχνω ακόμα μες στο χωράφι
κι έρχεται τις νύχτες
και μου γνέφει για τ’ άλλο δεμάτι.

Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ


Μαχαίρι της πατρίδας μου ο χάρτης.
Τι αχρείες εκδόσεις
σταγόνες αίμα τα μήκη χωριών
βογκητά οικισμοί
πλάνη τα τείχη των πόλεων
χαοτικά τυπωμένα
αποκρύπτουν τα πυκνόφυτα χώματα
προφοράς κανένα υπόμνημα
κάθε χρόνο ουδεμία προσθήκη
ή έστω εκ των υστέρων
ένας πίνακας παροραμάτων.

ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ


Σωριάστηκε στο στάβλο κάτω
κι είχε τα μάτια του ανοιχτά,
όπως σαν κάλπαζε μες στο χωράφι
και το χλιμίντρισμά του έσκαβε τον ορίζοντα,
ν’ ανοίξει αδύνατο η πόρτα
θυμάμαι την έσπασε ο πατέρας
λωρίδες έγινε η καρδιά μας
μιλούσε μόνο εκείνο
δεμένοι εμείς με τα λουριά του
άροτρο σέρναμε τη σιωπή μας.

ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ


Πίσω από τα πιθάρια στο κατώι
μια πλάστιγγα από κείνες που ζυγίζανε
οι προγόνοι τις προθέσεις
σωτήρια αποδείχθηκε
με τ’ ακριβή σταθμά που διαθέτει
ζωντανούς ζυγίζω τους θανάτους μου.

ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ


Στο καφενείο
έρχεται ο χοντρός νονός μου
με τις λίρες.
Ούτε μία δεν είναι για σένα, λέει
γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.
Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
– Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ


Ένα δοχείο τόσο δα
βλέπεις απέξω μελανί
και τίποτε άλλο
πιο μέσα βλέπουνε μονάχα οι ποιητές
φλέβες που το γεμίζουνε
φόβοι να το βαθαίνουν
δαιμόνοι τ’ αναδεύουνε
πάντα ψηλά η στάθμη
χωράει μέσα νταβατζήδες, «Αγαρηνούς»
χοντρούς νονούς
και τους αδειάζουνε.

Η ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ


μνήμη της αδελφής μου Ρουπίνας
Κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς
η ραπτομηχανή
γυρίζανε τα δάκτυλα τη ρόδα του απογεύματος
γαζώνοντας τις ώρες μας
με τις κλωστές των παιδικών μας χρόνων.
Αντλούσαμε νερό απ’ το πηγάδι της αυλής
φύλλα πανέρια απλώναμε μουριάς
να κινηθούν απάνω τους οι λέξεις.
Κι ενόσω ταξίδευε ο μεταξοσκώληκας τη μοίρα του
κι άπλωνε γύρω εκείνη τη μελωδό στιγμή
τύλιγα πλάι της σ’ ένα τετράδιο
όσο μετάξι απέμεινε πριν απ’ τη δύση.

Δ ΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΗ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ


Μειλίχια καθώς μιλούσε
κι οι λέξεις του ζωγράφιζαν λάμψη του πρωινού
κάτι απ’ το φως του ουρανού,
φτερούγιζαν οι άγγελοι πάνω απ’ την κεφαλή του
το λογισμό και τ’ όνειρο.
Ρίγος οι πινελιές
τοπίο τέλειο το ατελιέ,
πιο κει ο Van Gogh
το βήμα του απαλό
όλο να πλησιάζει,
ποθούσε υποθέτω
όπως κι εγώ
να έχουν τη χάρη οι στιγμές
να διαρκέσουνε τα χρώματα
να παραμείνει
ξέχειλο και το ποτάμι του ήλιου.
Κι ενόσω κρατούσε η ανάδυση
και του βουνού οι χαράδρες
πέρασμα ανοίγαν φοβερό
κάτω και πίσω απ’ τα πράγματα,
ψιθύρους ήθελα ν’ ακούσω της ψυχής του
κι άκουσα ολάκερη φωνή
αίμα να πάλλεται
κάτι από φλέβας κίνηση
πολύ μου στοίχισε η αποχώρηση.
Να μιλώ με τη γη
μαθαίνω απ’ την τέχνη του τη γλώσσα των βράχων.

ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ


...λαμπερες ρυτιδες ιριδες νερου ανεμου
φως θέας
ετσι αφηνονται τα πραγματα
χωμα και πνευμα....

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ


Ι
Σαν κοιτάζω μια παλιά ραπτομηχανή
στο κατώι ξεχασμένη
γυρεύω τα δάκτυλα του κοριτσιού
τις κλωστές την υφή του καιρού
που γαζώνουν στην ούγια το χρόνο.

ΙΙ

Μια μηχανή σκουριασμένη συρμού
σαν συναντώ σε μέρη ορυχείου
ακούω τρόμου φωνές τα φουρνέλα
γεύομαι στον ουρανίσκο τη σκόνη
αδειάζουν μπροστά μου
καλάθια μοναξιάς
άνθρωποι της γης μαυρισμένοι.

ΙΙΙ

Σαν κοιτάζω γερμένο σκαρί
να κάθεται άπραγο στην προκυμαία
μυρίζω μπογιά το σανίδι παίρνει ξανά
το χρώμα της θάλασσας
ρόζοι στα χέρια του ναύτη
ανασύρουνε κάβο βαρύ
βλέπω κόμπο να δένουν στο στήθος
το σινιάλο της μάνας με δάκρυ.

ΙV

Σαν κοιτάζω το κανόνι στο κάστρο
μυρίζω αίμα στη χλαίνη
το γένι κρύβει το πρόσωπο
κύμα τ’ ανέμου η αρετή πίσω με πάει
τόλμη κάπου κοντά
περιφρονεί το θάνατο.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ


Ο σιδεράς θέλει φωτιά
να φτιάξει πέταλα
τέχνη φοβερή
μια λίμα ο πεταλωτής
και δυο καρφιά
πόνο απ’ το πόδι να αφαιρέσει
μαδέρια ο μαραγκός
πετσί κι ένα σφυρί ο τσαγκάρης
και μάτι ακριβείας
να βγαίνουνε στα μέτρα σου οι μπότες.
Κι αν έχεις σύνεργα του σιδερά
και τη φωτιά
τις λίμες του πεταλωτή
και γιατρικά
του μαραγκού και κτίστη αλφάδι
και χέρια για όλες τις τέχνες
κι αγέλες άλογα
να πεταλώσεις
κι έπιπλα ωραία και μαγαζιά να αρματώσεις
αν ως απόδημος διαβιοίς
μην επαφίεσαι σ’ αυτά
μάθε οπωσδήποτε την τέχνη
του ν’ αντέχεις
συκοφαντίες διασυρμούς και τα λοιπά.

Σωτήρης Π. Βαρνάβας


2016-01-25 4:35 GMT+02:00 Βαρνάβας Σωτήριος <S.P.Varnavas@upatras.gr>:

Αγαπητέ  Κύριε Ρουμελιώτη,
Καλή Χρονιά,
Είδα με χαρά ότι, με δική σας πρωτοβουλία,  αναρτήσατε στο BOOK BLOG INFO , που διαβάζω τακτικά , τρία ποιήματα μου από το βιβλίο μου ΧΡΕΟΓΡΑΦΟ του 2013 και σας ευχαριστώ θερμά . Γι' αυτό πήρα το θάρρος να σας στείλω συνημμένα μια επιλογή ποιημάτων μου από το νέο μου βιβλίο ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ, με τη σκέψη ότι μπορεί να σας αρέσει κάποιο και το αναρτήσετε.
Επίσης σας   στέλνω συνημμένα και την πρόσκληση   για την εκδήλωση παρουσίασης του  στις 3 Φεβρουαρίου, 8 μμ  στο Σπίτι της Κύπρου, Ξενοφώντος 2Α , Πρεσβεία Κύπρου,  Αθήνα.
 Στο βιβλίο έχει και αρκετές ζωγραφιές ό πρώην πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών Χρόνης Μπότσογλου και τα έργα του θα εκτεθούν την ημέρα της παρουσίασης. Θα χαρώ να σε δω.
Στείλτε μου τη διεύθυνση σας και με χαρά θα σας στείλω το βιβλίο.
Σας ευχαριστώ θερμά,
Φιλικά
Σωτήρης  Π. Βαρνάβας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου